χωρική

χωρική
η, Ν
βλ. χωρικός (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χωρική — χωρικός rustic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικός — (I) ή, ό / χωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [χώρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό ή αυτός που προέρχεται από το χωριό, αγροτικός νεοελλ. φρ. «χωρικά ύδατα» (νομ.) η μεταξύ τών ακτών ή τής εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και τής ελεύθερης… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… …   Dictionary of Greek

  • Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… …   Dictionary of Greek

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”